περισοβώ

περισοβώ
-έω, Α
1. απομακρύνω, διώχνω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, κάνω να περιέλθει κάτι γρήγορα γύρω γύρω, περιφέρω (α. «παῑ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει αὐτοῑς ποτήριον ἀκράτου», Μέν.
β. «ἐς τοὺς ἄλλους συνεχῶς περιεσοβεῑτο ἡ κύλιξ», Λουκιαν.)
2. περιτρέχω, περιέρχομαι, πετώ από πάνω με θόρυβο («πτερὰ λαβὼν κύκλῳ περισοβεῑν τὰς πόλεις», Αριστοφ.)
3. (ενεργ. και παθ.) περισοβοῡμαι
κινούμαι, σείομαι («βόστρυχοι τῇ τοῡ πνεύματος αὔρᾳ περισοβούμενοι», Γρηγ. Νύσσ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «περισοβεῑν
ἐν κύκλῳ πίνειν
ἢ περιτρέχειν. ἢ φωνεῑν. ἢ διώκειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σοβῶ «απομακρύνω, αποδιώκω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περισοβῶ — περισοβέω chase about pres subj act 1st sg (attic epic doric) περισοβέω chase about pres ind act 1st sg (attic epic doric) περισοβέω chase about pres subj act 1st sg (attic epic doric) περισοβέω chase about pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”